- ἐμπρηστῶν
- ἐμπρηστήςone that burnsmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντεμπρησμός — ο 1. εμπρησμός που γίνεται για αντεκδίκηση σε βάρος εμπρηστών 2. εμπρησμός σε μια περιορισμένη έκταση για να παρεμποδιστεί η εξάπλωση πυρκαγιάς «εν εξελίξει» … Dictionary of Greek